μπηχτή

μπηχτή
η
1) укол, шпилька;

βάζω μπηχτή — подпускать шпильки (кому-л.);

μου αμόλησε μιά μπηχτή — он меня уколол, уязвил;

2) сильный удар (кулаком);

του 'δώσε μιά .μπηχτή — он его ударил кулаком


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μπηχτή" в других словарях:

  • μπηχτή — η βλ. μπηχτός …   Dictionary of Greek

  • μπηχτή — η επιθετικός υπαινιγμός, πειραχτικός λόγος: Έριχνε μπηχτές στους συναδέλφους της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπηχτός — ή, ό (Μ μπηκτός και μπηχτός, ή, όν) [μπήγω] αυτός που έχει μπηχτεί, μπηγμένος, καρφωμένος, σφηνωμένος νεοελλ. 1. (το θηλ. ως επίθ. αλλά και ως ουσ. κατά παράλειψη τού γροθιά) αυτός που καταφέρεται σε κάποιον βίαια («τού έδωσα μια [γροθιά]… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»